- ἀμφασία
- ἀμφασίᾱ , ἀμφασίηspeechlessnessfem nom/voc/acc dualἀμφασίᾱ , ἀμφασίηspeechlessnessfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφασίαν — ἀμφασίᾱν , ἀμφασίη speechlessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφασμός — ὁ, ΜΑ [στομφάζω] 1. στομφώδης, πομπώδης έκφραση 2. η προσθήκη ηχηρών φθόγγων στις λέξεις, όπως λ.χ. αφασία / αμφασία, γνάπτω / γνάμπτω … Dictionary of Greek